πυργοῦχος

πυργοῦχος
πυργοῦχος, , ([etym.] ἔχω)
A tower-bearer: in ships of war, platform which bore towers for defence, Plb.16.3.12, Poll.1.92.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυργοῦχος — tower bearer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργούχος — ὁ, Α 1. ιδιοκτήτης πύργου 2. (για πολεμικά πλοία) επίπεδο κατάστρωμα το οποίο έχει πύργους για άμυνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + οῦχος* (< ἔχω)] …   Dictionary of Greek

  • πυργοῦχοι — πυργοῦχος tower bearer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργούχων — πυργοῦχος tower bearer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”